- τελειοτέρα
- τελειοτέρᾱ , τέλειοςperfectfem nom/voc/acc comp dualτελειοτέρᾱ , τέλειοςperfectfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελειοτέρᾳ — τελειοτέρᾱͅ , τέλειος perfect fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειότερα — τέλειος perfect neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειοτέρας — τελειοτέρᾱς , τέλειος perfect fem acc comp pl τελειοτέρᾱς , τέλειος perfect fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειοτέραι — τελειοτέρᾱͅ , τέλειος perfect fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειοτέραν — τελειοτέρᾱν , τέλειος perfect fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
εριόμετρο — Ειδικό μικροσκόπιο με το οποίο ταξινομείται το μαλλί. Παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν για τη μέτρηση του πάχους των μικροσκοπικών σωμάτων των φυτικών ινών. Σήμερα χρησιμοποιούνται τελειότερα όργανα. * * * το όργανο με το οποίο μετρούσαν παλαιότερα… … Dictionary of Greek